- ελληνοχριστιανικός
- ελληνοχριστιανικός , -ή, -όгрекохристианский:
ελληνοχριστιανική παράδοση — грекохристианская традиция,
ελληνοχριστιανικός πολιτισμός — грекохристианская культура
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
ελληνοχριστιανική παράδοση — грекохристианская традиция,
ελληνοχριστιανικός πολιτισμός — грекохристианская культура
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
ελληνοχριστιανικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και στους χριστιανούς και συνδυάζει στοιχεία από την ελληνική και τη χριστιανική παράδοση … Dictionary of Greek
ελληνοχριστιανικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και τους χριστιανούς ταυτόχρονα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek